«Ο Σπούργος»
Τσίου-Τσίου ολημερίς
σ'ένα δεντρο επί της Γης ,
κοιτάω πέρα σα χαζό
χωρίς λόγο και σκοπό!
Ψιχουλάκια μασουλάω
και από διακρίσεις δε μασάω
πασατέμπο και σουσάμι
και νεράκι από τη στάνη.
Είμαι στο μέγεθος μικρό
μα στο τσίριγμα βροντερό
στα κλαδιά είμαι όλη μέρα
δε με παίρνει το αέρα (άσχετο).
Σπουργιτάκι είμ'εγώ
τοσοδούλι - δυνατό
άι ντε τσάγια τώρα
θα τα πούμε άλλη ώρα...
«Ο Ιπποπόταμος»
Μέσα στο έλος αράζω πάλι
ύστερα από τη κρεπάλη
έχω χρωματάκι γκρίζο
και απ'τη βαρεμάρα πήζω.
Έχω ένα μεγάλο στόμα
πού'χει μέσα δύο δόντια
χασμουριέμαι συνεχώς
και δε δείχνω ζωηρός.
Ζυγίζω αρκετά κιλά
σα μαμούθ ήμουν παλιά
όσο περνά η ώρα όμως
νιώθω πάρα πολύ μόνος.
Έχω και μία μεγάλη γλώσσα
σα της πεθεράς της γκιόσας
και ο ύπνος σαν με πάρει
μοιάζω με τεράστιο κουφάρι!
«Η αρκούδα»
Μια αρκούδα είμ'εγώ
τερατάκι τρομερό
είμαι καφετιά πολύ
μ'ενα τρίχωμα δασύ.
Όταν στα πόδια μου ορθώ
η σκιά μου σκεπάζει ένα βουνό.
Είχε γίνει μια φορά
και'ρημώσαν τρία χωριά!
Όταν έρθει ο χειμώνας
με «βαράει» σα τυφώνας
και κοιμάμαι σαν αρνί
μες τα χιόνια - τη βροχή!
Τα μικρά μου τα παιδάκια
τα γλυκούλια αρκουδάκια
έχουν «βγει» και σε κουκλάκια
που πουλάν στα μαγαζάκια!
|