Βιογραφικό σημείωμα bio bio.

----------------------------

Οταν ήμουνα μικρούλησ ήμαντε και ομορφούλησ και τα άλλα τα παϊδάκια μου τραβάγαν τα βυζάκια. Τώρα που μεγάλωσα, τα έκαψα και ησύχασα. Σε λίγες γραμμέσ αυτέσ είναι οι σημαντικότερεσ στιγμέσ τησ ζωήσ μου. Είμαι μπρόσφυγασ από την Ρωσία και δεν ξέρω καλά Ελληνικάσ. Αυτοί οι μούλοι που φτιάχνουν την λάσπη, μου ζήτησαν βιογραφικό για να συνεχίσω να γράφω, οπότε νάτο! Εδώ θα δείτε την ζωή κάποιου που έφυγε από την μητέρα Ρωσία και ήρθε να εγκατασταθεί στην πατέρα Ελλάδα. Το δράμα μου δεν έχει προηγούμενοσ. Η οικογένοιά μου ήσαντεσ εύποροι μελισσοκώμμοι. Η πατέρα μου, κόρη ναυάρχου που καθόριζε τα δρομολόγια στο λιμάνι τησ Μυκόνου, ήτοσ σωστή πριγκήπισα, γνωστή και σαν πριγκιπέσα-χέσε-μέσα. Ο μητέρασ μου προερχέντεσθο από οικογένοια τρανών μελισσοκώμμων, είχαν αλυσίδα κωμμοτυρίων όπου κούρευαν και πουλούσαν τυρί στισ μέλισσεσ. Οσπου μία μέρα, εκεί που ο μητέρασ μου, πουλούσε ανέμελοσ τυρί στην παραλία τησ Μυκόνου, το μοιραίο συνέβη! Το βλέμα του συναντήθηκε με αυτήσ που επρόκειτο να γίνει πατέρα μου. Κλέφτηκαν! Δεν διστάσεντο! Ξέροντασ την σίγουρη άρνηση του γιαγιά μου ναυάρχου-μεγαλοσταθμάρχου, κλέφτηκαν! Εφυγαν με το πρώτο καράβι του οπίου, ω! τι τραγική ειρωνεία! το δρομολόγιο είχε καθορίσει ο γιαγιάσ μου! Κάπωσ έτσι έφτασαν στην Ρωσία, όπου ο μητέρασ μου γνώρισε την πατέρα μου στουσ δικούσ του και παντρεύτηκαν με παπατζή και με κουμπάρο. Αν είμαι για κάτι περήφανοσ, αυτά είναι η καταγωγή μου και οι φίλοι των αγονιών μου. Μέσα στο μοιραίο καράβι, η πατέρα μου με συνέλαβε. Ψηλά τα χέρια σκατιάρικο! μου είπε κι έτσι γεννήθηκα αιγώ! Τα παιδικά μου χρόνια ήντο υπεροχάλα! Επαιζα με τισ μελισσούλεσ, έπαιζα με τισ μελισσούλεσ και με τισ μελισσούλεσ. Οταν μεγάλωσα λίγο, έπαιζα και την ψωλήσ μου. Δεν κατάλαβα ποτέ, γιατί η πρώτη κοπέλα που κοιμήθηκα μαζί τησ, είπε "Αυτή είναι ψιλή!". Αχάγκ αχάγκ! Και έπιτα λένε εμένα χαζό! Το πιο περίεργο βέβαια είναι που από την επόμενη μέρα και μετά, όλοι με φώναζαν σφηνόπουτσα.... Ασ γυρίσω στην πρώτη μου φορά όμωσ. Ησαντετο φοβερή. Δεν είχα ξανακοιμήθει τόσο ωραία άλλη φορά! Ισωσ για αυτό να φταίει ότι δεν υπήρχε άλλοσ στο κρεββάτι! Αχχχχ! Ωραία χρόνια! Ωσπου ήρθε η κατάρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και μαζί η κατάρευσησ τησ δικήσ μου οικογένοιασ. Κανένασ πια δεν ήθελε να κουρέψει τισ μέλισσέσ του, ούτε να τισ ταΐσει τυρί. Η αλυσίδα έσπασε και μαζι τα νεύρα των αγονιών μου που κατέληξαν σε ψυχιατρική κλινική. Πριν μπουν, η πατέρα μου μου ψυθίρισε στην τελευταία τησ στιγμή διαβγούσ σκέψησ: "Πήγαινε στην Μύκονο να βρεισ τον γιαγιά σου να σε βοηθήσει". Μετά από αυτό συνέχισε τα ακατανόητα περί εργαλείου του γιατρού και τι μου κάνεισ τσάρε μου, κουμπάρε μου, παπατζή μου και άλλα άσχετα. Ετσι βρέθηκα στην Μύκονο να ψάχνω τον γιαγιά μου, τον τελευταίο εναπαμηνώντα συγγενή μου. Ανέβηκα ποτάμια, κολύμπησα βουνά, σκαρφάλωσα θάλασσεσ και βρέθηκα τελικά στο ηφαίστιο τησ Θύρασ 7. Εσκυψα και είδα τον γιαγιά μου μέσα ετοιμοθάνατο. Μόλισ με είδε ένα δάκρυ κυλησε από το μάτι του και μου είπε ¨Γιολάντα! Εγώ πέθανα πια! Πήγαινε στην Αθήνα να βρεισ την τύχη σου στην Συγγρού!". Υστερα ξεψύχυσε.... Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί με είπε Γιολάντα.... Χαμένα θα τα είχε γέροσ άνθρωποσ.... Η συμβουλή του όμωσ έπιασε τόπο. Βρέθηκα στην πρωτεύουσα να πουλάω καπότεσ στην Συγγρού. Το τι φράγκα έπιασα δεν λέγεται! Μόλισ τα έπιασα λοιπόν, είπα να ξεφύγω από τον βούρκο και την κοινωνική αναλγησία τησ Συγγρου και του Δημήτρη Μάρκου και να ανοίξω ένα δικό μου μαγαζί. Πούλαγα κρασιά, καββάκοσ ή κάπωσ έτσι, με σήμα το βιολί και το παλαμάρι του βαρκάρη. Η δουλειά πήγαινε καλά ώσπου έμπλεξα με κάποια που μου τα έφαγε όλα. Κι αυτη σφηνόπουτσα με έλεγε.... περίεργο.... Μετά από αυτό το στραπάτσο έκανα πολλέσ δουλειέσ που δεν μου έφεραν πόλλα κέρδη: ελαιοχρωματιστήσ, καπνιστήσ, χαλβατζήσ, κουνουποσκωτοστρατζήσ, υποψήφιοσ στα αντικαλλιστεία του ερωτοδικείου τησ Μιχαλομουνάκου, κ.α. Πρόσφατα έκανα μια καλή δουλειά σαν στιχουργόσ που πούλησε άγρια. Εγραψα τουσ στίχουσ στο σουξέ: Θα ντυθώ καλογαιράκι, να σου πιάσω το μουνάκι. Μου έφυγαν όλα τα λεφτά στουσ δικηγόρουσ όμωσ, γιατί μου έκανε αυταπάγγελτη δίωξη ο εισαγγελέασ. Ετσι, απελπισμένοσ, κι ενώ σέρφαρα το Γουέμπσ με τον Ζεντ Ιξ 80 μου, είδα ότι η λάσπη ζητούσε συνεργάτεσ. Καλή φάση είπα και πήγα να δω τι παίζεται. Μόλισ έφτασα στο υπερπολυτελέσ υπόγειο γραφείο τησ λάσπησ και αφού με δάγκωσαν τροία ποντίκια, δύο πολύ εβγεννικοί (με ωραία γέννια) κύριοι με υποδέχτηκαν: "Τι θεσ από την ζωή μασ μωρή ρόμπα;" και με πλάκωσαν στα χαστούκια. Τουλάχιστον, τώρα που είμαι μέλοσ τησ λάσπησ, έχω ένα πιάτο φαΐ να τρώω. Θα με είχαν διώξει, αλλά λένε πωσ με κρατάνε για να βλέπουν ότι υπάρχουν και χειρότερα και να γελάνε μαζί μου.