Επεισόδιο 39.
Η
Λίζα αφουγκραζόταν την ανάσα του σκεπτική. "Είναι υπέροχος
εραστής" ψέλλισε, "αλλά δυστυχώς όχι μόνο δικός μου". Έκανε
να του χαϊδέψει το τριχωτό του στήθους του, αλλά γρήγορα
το μετάνιωσε. Δεν ήθελε να τον ξυπνήσει μιάς και κοιμόταν
μπρούμητα.
Άναψε τσιγάρο. Με το φρεσκοπλυμένο της δάχτυλο διεισέδυε
στους σχηματισθέντες κύκλους του καπνού της, που με το ίδιο
της το στόμα έφτιαχνε. Κάτι αποζητούσε... Τη στιγμή εκείνη
τη φώναξε ο Ντέιβηντ απ'το σαλόνι. Έτρεξε και έπεσε στην
αγκαλιά του δακρύζοντας με σεβαστές ποσότητες οργής και
θυμηδίας.
Της χάιδεψε τα μαλλιά με τρυφερότητα. Της έγλειψε το αριστερό
αυτί με υπομονή και όταν πήγε τρείς, κινήθηκε προς το μπάρ.
"Θέλεις κόκα στο ουίσκυ σου μωρό μου;", τη ρώτησε βαριεστημένα.
Αντί για απάντηση, εκείνη άρπαξε το φλάουτο και του έπαιξε
την αγαπημένη του σονάτα. "Γλυκειά μου!" έκανε ο Ντέιβηντ
με ηδυπάθεια. "Θά'θελα πολύ να έμενα και άλλο μαζί σου,
αλλά πρέπει να φύγω. Σπίτι θα'χουν αρχίσει να ανακαλύπτουν
την απουσία μου και αυτό δεν το θέλουμε, έτσι δεν είναι;"
Το κουδούνι χτύπησε τρείς φορές. Η Ντιάνα αναγνώρισε το
συνθηματικό χτύπημα του Ορέστη. Έτρεξε στην πόρτα και του
άνοιξε. Ήταν ο Κίμωνας.
-Εσύ; του είπε χαμηλόφωνα.
-Όχι! Ο άλλος! απάντησε με γαργαριστή φωνή ο Κίμωνας.
Η Ντιάνα δάκρυσε. Η σχιζοφρένεια του Κίμωνα, που εκδηλωνόταν
με κρίσεις διχασμένης προσωπικότητας είχε βγεί πάλι στην
επιφάνεια.
-Σου το έχω πεί χίλιες φορές ότι το όνομά μου είναι Αλκιβιάδης!
βελαξε ο Κίμωνας.
Η Ντιάνα θυμήθηκε τα λόγια του οικογενειακού τους γιατρού,
Δόκτωρα Φλωρά: "Ο Κίμωνας μπορεί να σωθεί μόνο με μια μεταμόσχευση
μαλλιών", της είχε πεί. Η Ντιάνα δεν φανταζόταν ότι εκείνο
το τραγικό ατύχημα που είχε πάθει ο Κίμωνας με το φλογοβόλο
ενώ πότιζε τα χωράφια του πατέρα του, θα του στοίχιζε τόσο
πολύ...
-Κίμωνα -εεε- Αλκιβιάδη ήθελα να πώ, ίσως θα έπρεπε να ξανασκεφτείς
εκείνο που σου είχαμε προτείνει κάποτε, εγώ και ο ...
-Μήν το ξαναπείς! χρεμέτισε βουλώνοντας τα αυτιά του.
-Μα Κίμ... -εεε- Αλκιβιάδη...
-Πάψε! αναστέναξε τραβώντας μια μοναχική τρίχα που φύτρωνε
στο κεφάλι του...
Η Ντιάνα ένοιωσε χλιαρά δάκρυα να κυλούν στο αριστερό της
μάγουλο. Δάγκωσε τα χείλια της με τον αριστερό της κοπτήρα,
ενώ με το δεξί της χέρι σκούπισε τον ιδρώτα που έτρεχε από
τα αυτιά της.
Ένοιωσε τη ζεστή ανάσα του Πέτρου από το παραδίπλα δωμάτιο
να της καίει τον τράχηλο. Ανατρίχιασε. Ένοιωσε την ανάσα
του να πλησιάζει, όλο και πιό καυτή. Ίδρωσε. Η ανάσα του
Πέτρου είχε ήδη βάλει φωτιά στο χαλί. Δεν άντεξε άλλο. Έπεσε
στο πάτωμα βογγώντας και σκίζοντας τα βουτηγμένα στον ιδρώτα
ρούχα της. Η ανάσα του Πέτρου την προσπέρασε, άνοιξε την
πόρτα, και βγήκε στον κήπο να πάρει αέρα. Ήταν μια καυτή
νύχτα του Γενάρη...
Στην άλλη άκρη της πισίνας καθόταν μ'ανοιχτά τα πόδια η
Μάρθα πλατσουρίζοντας με τα ακροδάχτυλά της το νερό. Ο γερο-
Ανέστης με μια αποφασιστική κίνηση βούτηξε σε μακροβούτι
θέλοντας να την πλησιάσει χωρίς να τον καταλάβει. Πέντε
λεπτά αργότερα είχε πια ζυγώσει τόσο, ώστε να αισθάνεται
την απαλή της επιδερμίδα στην φαλάκρα του. Μελανιασμένος
ο γερο-Ανέστης, αλλά εύχαρις για το κατόρθωμά του, γούρλωσε
τα μάτια του και με στεντόρεια φωνή της είπε: "Θα μου δώσεις
επιτέλους τα νοίκια που μου χρωστάς ή θα πω σε όλο τον κόσμο
ότι..."
(Συνεχίζεται...)